- διφορούμενος
- ambigu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διφορούμενος — η, ο επίρρ. α αυτός που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: Μη μιλάς διφορούμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διφορούμενος — διφορέω to bear double pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αιολόστομος — αἰολόστομος, ον (Α) (για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + στόμα] … Dictionary of Greek
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… … Dictionary of Greek
δίβολος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. 1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε 2. διφορούμενος αρχ. 1. διπλός 2. αυτός που έχει δύο αιχμές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βολος < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
δίληπτος — ο (Μ δίληπτος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δίληπτος γένος τραχηλιδών πρωτόζωων μσν. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με δύο διαφορετικές σημασίες, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ληπτός < λαμβάνω (πρβλ. εύληπτος, δύσληπτος)] … Dictionary of Greek
δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… … Dictionary of Greek
δίσημος — η, ο (AM δίσημος, ον) 1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος 2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [ ] ή το βραχύ [υ] 3. μσν. νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» ρυθμική μονάδα τής βυζαντινής μουσικής που… … Dictionary of Greek